- προϋποθέτω
- προϋπέθεσα1. υποθέτω κάτι από πριν, παίρνω κάτι ως δεδομένο.2. εξαρτώμαι από ορισμένο όρο: Η κάθε επιτυχία προϋποθέτει σοβαρή δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.